δεσμώτης

δεσμώτης
1202 δεσμώτης
{сущ., 2}
узник, пленник (Деян. 27:1, 42).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δεσμώτης" в других словарях:

  • δεσμώτης — prisoner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμώτης — ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM δεσμώτης, ο θηλ. δεσμῶτις, η) φυλακισμένος νεοελλ. αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή κάτι, δέσμιος («δεσμώτης τού έρωτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δεσμώτης, δεσμωτήριον, δέσμωμα είναι παράγωγα τού δεσμός*, παρεκτεταμένα με… …   Dictionary of Greek

  • δεσμώτης — ο αυτός που του έχουν στερήσει την ελευθερία, ο δέσμιος, ο υποχείριος, ο αιχμάλωτος: Είναι δεσμώτης των όρων του εργασιακού του συμβολαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεσμῶτα — δεσμώτης prisoner masc voc sg δεσμώτης prisoner masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμωτῶν — δεσμώτης prisoner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμῶτιν — δεσμώτης prisoner fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμῶτις — δεσμώτης prisoner fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμώταις — δεσμώτης prisoner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμώταισι — δεσμώτης prisoner masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμώτη — δεσμώτης prisoner masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμώτιδας — δεσμώτης prisoner fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»